- φιλακροατής
- ο, θηλ. φιλακροάτρια, Ναυτός που τού αρέσει να παρακολουθεί ομιλίες και διαλέξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ακροατής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλακροάμων — ον, ΜΑ φιλακροατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀκροάομαι, ῶμαι «ακούω» + κατάλ. μων (πρβλ. νοή μων)] … Dictionary of Greek